νεφέλιο(ν)

νεφέλιο(ν)
το (Α νεφέλιον)
υποκορ.
1. μικρό σύννεφο, συννεφάκι
2. αιωρούμενο ίζημα τών ούρων
3. ιατρ. ελαφρά θολερότητα τού κερατοειδούς τού οφθαλμού που οφείλεται σε λεπτή ουλή
νεοελλ.
1. χημικό στοιχείο, ανύπαρκτο στη Γη, τού οποίου η ύπαρξη στο διάστημα υποτέθηκε ως πιθανή ερμηνεία τής παρουσίας ορισμένων μη ανιχνεύσιμων γραμμών στα φάσματα γαλαξιακών ή πλανητικών νεφελωμάτων
2. βοτ. γένος δικότυλων φυτών
αρχ.
1. (σχετικά με οφθαλμό) νεφελοειδής κηλίδα
2. λευκό σημείο στα νύχια
3. αστρον. νεφελώδης κηλίδα, νεφέλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη. Ο τ. με τη νεοελλ. σημ. «γένος φυτών» είναι αντιδάνειος (πρβλ. αγγλ. nephelium), μαρτυρείται δε από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νεφελοειδής — ές (ΑΜ νεφελοειδής, ές) 1. αυτός που μοιάζει με νεφέλη, ο νεφελώδης 2. (για ούρα) θολός, σκοτεινός, μη διαυγής, αυτός που παρουσιάζει νεφέλιο νεοελλ. φρ. α) «νεφελοειδείς αστέρες» αστρον. τα νεφελώματα β) «πλανητικοί νεφελοειδείς» (ενν. αστέρες)… …   Dictionary of Greek

  • σαπινδίδες — (Sapindaceae). Οικογένεια δέντρων. Είναι ιθαγενή της Άπω Ανατολής, συγγενικά με τις ιπποκαστανίδες, που, μαζί με τις οικογένειες των Ανακαρδιιδών, των Ακεριδών, των Ρουτιδών ή, κατ’ άλλους, των Σταφυλεϊδών, ανήκουν στην τάξη των σαπινδωδών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”